- γηρυγόνη
- γηρυγόνη, η (Α)γεννημένη από τη φωνή, η ηχώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γήρυς «φωνή, λαλιά, λόγος» + -γόνος < γόνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γηρυγόνην — γηρυγόνη fem acc sg (attic epic ionic) γηρυγόνος born of sound fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηρυγόνας — γηρυγόνᾱς , γηρυγόνη fem acc pl γηρυγόνᾱς , γηρυγόνη fem gen sg (doric aeolic) γηρυγόνᾱς , γηρυγόνος born of sound fem acc pl γηρυγόνᾱς , γηρυγόνος born of sound fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)